μεταγενέστεροι

μεταγενέστεροι
μεταγενέστερος
masc nom/voc pl
μεταγενής
born after
masc nom/voc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ονειρομαντεία — Η προφητεία του μέλλοντος με την ερμηνεία των ονείρων. Ονομάζεται επίσης ονειροκριτική ή ονειρομαντική. Ήδη από την αρχαιότητα ο άνθρωπος απέδιδε στα όνειρα επέμβαση του θείου και γενικά των απόκρυφων δυνάμεων. Διαμορφώθηκαν έτσι ορισμένοι τρόποι …   Dictionary of Greek

  • Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • мьнии — (306) сравн. степ. 1.Меньший по величине, количеству; небольшой: аште же бы мира сего богатьствъмь кѹпити. ѥдинѹ оть мьньшиихъ полатъ вышьнѧаго иѥрл҃ма то ни вьсего мiра богатьство събьрано || ‹не› достоино ѥсть цѣны ѥ˫а. Изб 1076, 18–18 об.; да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • Μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Πελασγός — ο, ΝΑ 1. στον πληθ. οι Πελασγοί α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων 2. γενάρχης και… …   Dictionary of Greek

  • Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”